- επανδρωμένος
- η , ο[ν] укомплектованный (людьми);
επανδρωμένο διαστημόπλοιο — космический корабль с человеком на борту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανδρωμένο διαστημόπλοιο — космический корабль с человеком на борту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανδρώνομαι — επανδρώνομαι, επανδρώθηκα, επανδρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επανδρώνω — επάνδρωσα, επανδρώθηκα, επανδρωμένος, μτβ. 1. (ναυτ.), τοποθετώ επιτελείο και πλήρωμα σε εχθρικό πλοίο που αιχμαλωτίστηκε. 2. (ναυτ.), καταρτίζω το πλήρωμα σκάφους που πριν ήταν παροπλισμένο, το εφοδιάζω με πλήρωμα. 3. τοποθετώ σε υπηρεσία το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)